Ομιλία στη
θεματική βραδιά
«Μικρασιατικός
αθλητισμός: Από το χθες, στο σήμερα»
Βιβλιοπωλείο «ο Πολίτης», Εξάρχεια, 30/5/2018
με αφορμή την έκδοση των βιβλίων
"Ο ελληνικός αθλητισμός στη Σμύρνη 1890-1922", του Ανδρέα Μπαλτά
"Δημητρός Δάλλας", του Πέτρου Λινάρδου
Διανύουμε μια δεκαετία η οποία απέχει
έναν αιώνα ακριβώς από τη συγκλονιστικότερη, κατά τη γνώμη μου, δεκαετία της
νεοελληνικής ιστορίας. Εννοώ τη δεκαετία 1912-1922. Η δεκαετία εκείνη ξεκίνησε
με τους δύο βαλκανικούς πολέμους, με τους οποίους πραγματώθηκε σε μεγάλο βαθμό
το όραμα που είχε καλλιεργήσει σε όλο τον 19ο αιώνα το νεοελληνικό
κράτος, δηλαδή η ενσωμάτωση στον εθνικό κορμό των υπόδουλων ελληνικών πληθυσμών
της Βαλκανικής. Στην πορεία της δεκαετίας, με τη λήξη του Α΄ παγκοσμίου πολέμου
και με τη Συνθήκη των Σεβρών το 1920, προς στιγμήν ο Ελληνισμός θεώρησε πως έγινε
πράξη η Μεγάλη Ιδέα του έθνους, δηλαδή η αναβίωση μιας ελληνικής αυτοκρατορίας
που απλωνόταν σε δύο ηπείρους και έφθανε από το Λιβυκό πέλαγος ως τη Μαύρη
θάλασσα. Αυτό το «πάλι με χρόνια με καιρούς» που είχε θρέψει γενιές και γενιές έμοιαζε
αληθινό, χειροπιαστό.
Έμοιαζε τόσο αληθινό και τόσο
χειροπιαστό που λίγοι είχαν αντιληφθεί πως ήταν μόνο μια ψευδαίσθηση, ένα
φευγαλέο όνειρο πριν από τον εφιάλτη, σαν την απέραντη σιωπή που προηγείται πριν
από τη μεγάλη καταιγίδα. Αυτή η συγκλονιστική δεκαετία έκλεισε με τον πιο δραματικό
τρόπο. Με τον ξεριζωμό από τις εστίες τους των Μικρασιατών Ελλήνων από την
Ιωνία, τον Πόντο, την Καππαδοκία και των Θρακιωτών Ελλήνων από την Αν. Θράκη
και από τα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης. Έναν ξεριζωμό που ενταφίασε με
τραγικό τρόπο την ιδεολογία της Μεγάλης Ιδέας.
Και για να έρθουμε στο θέμα της
σημερινής κουβέντας. Σημαίνουν άραγε κάτι όλα αυτά τα οποία προανέφερα σε έναν
σημερινό νέο; Συνειδητοποιούμε ότι ο νέος της εποχής μας, δηλαδή ο σημερινός
μαθητής και φοιτητής, έχει γεννηθεί μετά το 1996, δηλαδή δεν έχει ζήσει ούτε
καν στον 20ο αιώνα. Ενώ εμείς αναφερόμαστε σε μια κοινωνία, των
Μικρασιατών Ελλήνων που άνθησε κατά τον 19ο αιώνα και στις αρχές του
20ου.
Μπορεί να συγκινήσει ένα νέο φίλαθλο
και να τον προσελκύσει ένα αθλητικό σωματείο μόνο και μόνο επειδή έχει
προσφυγικές ρίζες; Δηλαδή μπορεί να γίνει κάποιος οπαδός του Πανιωνίου, του
Απόλλωνα, του ΠΑΟΚ, της Καλαμαριάς, της ΑΕΚ, του Ιωνικού, μόνο και μόνο επειδή
οι πρόγονοί του ήταν πρόσφυγες; Είναι σαν να αναρωτιόμαστε αν κάποιος νέος
γίνεται αριστερός σήμερα, μόνο και μόνο επειδή ο προπάππους του ήταν στο ΚΚΕ.
Οι ομιλητές και οι συγγραφεἰς: Γιώργος Αγγελάκης, Θοδωρής Μπελίτσος, Μάκης Διόγος Πέτρος Λινάρδος, Ανδρέας Μπαλτάς. |
Και αντιστρόφως ένα σημερινό σωματείο
με προσφυγική προέλευση απευθύνεται μόνο σε προσφυγικής ρίζας άτομα;
Προφανώς οι απαντήσεις είναι όχι και
στα δύο αυτά ερωτήματα. Ούτε κάποιος νέος θα γίνει Πανιώνιος, επειδή ο παππούς
του παππού του ήρθε από τη Σμύρνη, ούτε ο Πανιώνιος μπορεί να αναζητά οπαδούς από
όσους έχουν σμυρναϊκές ρίζες. Αν ήταν έτσι, εγώ δεν θα ήμουν τώρα εδώ, καθώς
δεν έχω μικρασιατική ρίζα. Όμως, θα μπορούσε να είναι ο γιος μου, αφού η μητέρα
του, η γυναίκα μου δηλαδή, έχει μικρασιατική καταγωγή. Όμως ο γιος μου δεν
έγινε Πανιώνιος γι’ αυτό αλλά επειδή το 1998 ο σύλλογος της γειτονιάς που
μεγάλωνε πήρε το κύπελλο Ελλάδος. Όπως κι εγώ αγάπησα την ομάδα της συνοικίας που
μεγάλωσα, της Νέας Σμύρνης. Αλλά η απλή συμπάθειά μου έγινε δεσμός, οπαδιλίκι,
το 1971 που ο Πανιώνιος κατάφερε να μπει σφήνα στο ΠΟΚ, να κάνει σπουδαίες
εμφανίσεις στην Ευρώπη και να κατακτήσει το Βαλκανικό κύπελλο.
Η Μικρασία υπάρχει κάπου σε όλο αυτό;
Δηλαδή υπάρχει στον Πανιώνιο οπαδό, τον πρόσφατο όπως ο γιος μου, τον
παλαιότερο όπως είμαι εγώ και τον πολύ παλιό όπως είναι ο κ. Πέτρος Λινάρδος;
Απαντώ ευθέως. Ναι, υπάρχει και στους
τρεις, αλλά με διαφορετικό τρόπο στον καθένα. Και θα εξηγηθώ.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Όταν έφτασαν οι πρόσφυγες στο ελληνικό κράτος το 1922, είναι αυτονόητο πως η
πρώτη τους μέριμνα ήταν η επιβίωση. Βασικό στοιχείο στην προσπάθειά τους να
επιβιώσουν αποτέλεσε η ανασύσταση των κοινωνικών δομών που είχαν στον τόπο
τους. Καταρχήν έπρεπε να ξαναβρούν την οικογένειά τους, η οποία σε πολλές
περιπτώσεις είχε σκορπίσει μέσα στο χαμό που επικράτησε. Κατά δεύτερο λόγο
συσπειρώθηκαν γύρω από γνωστούς και συντοπίτες τους, με τους οποίους είχαν
κοινές ρίζες και μνήμες. Έτσι δημιουργήθηκαν οι προσφυγικοί συνοικισμοί γύρω
από πόλεις ή κωμοπόλεις και τα προσφυγικά χωριά.
Η περίπτωση της Σμύρνης ήταν διαφορετική. Η Σμύρνη ήταν μια μεγαλούπολη. Η πλειοψηφία των Ελλήνων κατοίκων της ήταν αστοί, όχι όλοι εύποροι αλλά αστοί, δηλαδή δεν είχαν σχέση με αγροτικές εργασίες. Καθώς η κοινωνία εκεί ήταν κοσμοπολίτικη, οι κοινωνικές δομές ήταν πολύπλοκες. Εκτός από Έλληνες και Τούρκους στη Σμύρνη υπήρχαν Αρμένιοι, Λεβαντίνοι δηλαδή ρωμαιοκαθολικοί διαφόρων εθνικοτήτων Ιταλοί, Γάλλοι, Γερμανοί, Αυστριακοί ακόμα και Έλληνες Λεβαντίνοι. Επίσης υπήρχαν Βρετανοί, Αμερικανοί, Εβραίοι. Όλοι αυτοί είχαν τα σχολεία τους, τους ναούς τους, τα σωματεία, τις λέσχες τους, και φυσικά οικονομικές σχέσεις μεταξύ τους. Με άλλα λόγια υπήρχε ένας κοινωνικός ιστός, ο οποίος με την καταστροφή διαλύθηκε οριστικά.
Σε αντίθεση με τους αγροτικούς
προσφυγικούς πληθυσμούς που παρέμειναν συμπαγείς, συσπειρώθηκαν γύρω από τον
ιερέα και τους προεστούς τους και ζήτησαν να τους δοθεί ένας νέος τόπος με γη
εύφορη για να ριζώσουν, οι αστοί πρόσφυγες εκτός από την ευρύτερη οικογένειά
τους δεν είχαν άλλο αποκούμπι. Έπρεπε να δημιουργήσουν νέα δίκτυα
αλληλοϋποστήριξης και να δομήσουν την κοινωνία τους από την αρχή. Επιπλέον
πολλές φορές είχαν να αντιμετωπίσουν την εχθρότητα της ελλαδικής κοινωνίας.
Αυτήν ακριβώς την ανάγκη ήρθαν να
καλύψουν οι αθλητικοί σύλλογοι, οι οποίοι δεν ήταν κλειστές λέσχες αλλά λαϊκά
σωματεία. Μπορεί στη διοίκησή τους να βρίσκονταν επιφανείς πολίτες της Σμύρνης
προερχόμενοι από αρχοντικά σόγια αλλά τα μέλη και οι αθλητές τους ήταν από όλες
τις οικονομικές τάξεις. Όταν λοιπόν ο Δημητρός Δάλλας αναζητά επιζώντες από την
καταστροφή για να στήσει ξανά τον Πανιώνιο, οι συμπατριώτες του ανταποκρίνονται
με προθυμία, διότι ξέρουν ότι στον Πανιώνιο το περιβάλλον δεν είναι ξένο, δεν
είναι εχθρικό. Ξέρουν ότι μέσα από τον Πανιώνιο θα ξαναχτίσουν ένα κομμάτι από
το κατεστραμμένο δίκτυο γνωριμιών και επαφών, μέσω του οποίου μπορούσαν να
διαμορφώσουν προσωπικές στρατηγικές επιβίωσης. Με άλλα λόγια να βρουν δουλειά,
κατοικία, ένα αποκούμπι.
Δεν είναι τυχαίο, ότι την πρώτη
ποδοσφαιρική ομάδα του Πανιωνίου στην Αθήνα, το 1922-23 την αποτελούσαν κατά το
ήμισυ Αρμένιοι της Σμύρνης, όπως ο Αμπετιάν που αργότερα συνεργάστηκε με τον
Καραμπάτη επιχειρηματικά. Για αυτούς ο Πανιώνιος αποτελούσε ένα γνώριμο
περιβάλλον, ένα φιλικό χώρο και εντάχθηκαν σε αυτόν, παρά το ότι στη Σμύρνη
είχαν δικιά τους ομάδα και μάλιστα πολύ καλή.
Όταν δυο χρόνια αργότερα είχαν
ορθοποδήσει, ξανάφτιαξαν την Αρμενική Ένωση και αποχώρησαν από τον Πανιώνιο για
τον δικό τους σύλλογο. Το ίδιο συνέβη το 1923 με τους πρόσφυγες που ήρθαν με
την ανταλλαγή πληθυσμών από την Ανατ. Θράκη και την ευρύτερη περιφέρεια της
Κωνσταντινούπολης. Κάποιοι από αυτούς γράφτηκαν στον Πανιώνιο. Την επόμενη
χρονιά που φτιάχτηκε η ΑΕΚ, μεταπήδησαν στην ΑΕΚ.
Γιατί όμως στον Πανιώνιο και όχι
κάπου αλλού; Διότι ο Πανιώνιος υπήρξε τεράστιο αθλητικό κεφάλαιο στη Σμύρνη και
ασκούσε μια γοητεία στον προσφυγικό πληθυσμό. Οι Πανιώνιοι αγώνες, τους οποίους
διοργάνωνε επί 25 χρόνια στη Σμύρνη, ήταν πρωτάθλημα στίβου ανώτερου επιπέδου
από το πανελλήνιο. Και να μιλήσουμε με παραδείγματα.
Το 1907 το πανελλήνιο πρωτάθλημα
διεξήχθη στο Παναθηναϊκό Στάδιο, σε άδειες κερκίδες, με συμμετοχή 12 σωματείων.
Το ίδιο έτος στους Πανιώνιους αγώνες μετείχαν 17 σύλλογοι από όλες τις πόλεις
του τότε Ελληνισμού: Αθήνα, Πειραιά, Πάτρα, Βόλο, Κων/λη, Αίγυπτο, Κύπρο,
Σμύρνη, Αϊβαλί, Μυτιλήνη, Σάμο.
Παρομοίως το 1909 στους Πανιώνιους
αγώνες της Σμύρνης μετείχαν 18 σωματεία με 230 αθλητές, ενώ στο πανελλήνιο
πρωτάθλημα στίβου στην Αθήνα μόνο 14 σύλλογοι.
Επιπλέον στη Σμύρνη οι αγώνες
γίνονταν σε ένα κατάμεστο στάδιο και όχι άδειο, όπως συχνά συνέβαινε στην Αθήνα
και σε στάδιο με σχήμα κανονικό οβάλ, όχι μακρόστενο όπως το αρχαίο Παναθηναϊκό
Στάδιο.
Επιπλέον οι Πανιώνιοι αγώνες δεν ήταν
μόνο αγώνες στίβου, ήταν μια μικρή Ολυμπιάδα του ελληνικού αθλητισμού καθώς το
πρόγραμμα εκτός από στίβο περιλάμβανε πάλη, άρση βαρών, γυμναστική, ποδηλασία, κολύμβηση,
υδατοσφαίριση.
Επιπλέον οι Πανιώνιοι αγώνες
περιλάμβαναν αγώνες εφήβων. Να σημειωθεί πως εφηβικό πρωτάθλημα στην Αθήνα δεν
υπήρχε καν.
Επιπλέον ο Πανιώνιος διοργάνωνε κάθε
χρόνο σχολικό πρωτάθλημα, και αγώνες νέων αθλητών, από τους οποίους αντλούσε
ταλέντα.
Επιπλέον ο Πανιώνιος λειτουργούσε
σχολή για γυμναστές αλλά και για γυμνάστριες παρακαλώ, σε μια εποχή που ο σχολικός
και ο γυναικείος αθλητισμός δεν υπήρχε καν στη σκέψη των αθλητικών παραγόντων
της Αθήνας.
Επιπλέον ο Πανιώνιος διοργάνωνε το ετήσιο
ποδοσφαιρικό κύπελλο Σμύρνης για σωματεία αλλά και σχολικό πρωτάθλημα
ποδοσφαίρου καθώς και πρωτάθλημα βόλεϊ.
Όλη αυτή η δραστηριότητα είχε
δημιουργήσει ένα θρύλο, είχε κάνει διάσημο το σύλλογο, όχι μόνο στη Μικρασία
αλλά στο σύνολο του ελληνισμού.
Θ΄ Πανιώνιοι Αγώνες 1905. Οι αθλητές του Πανιωνίου, του Απόλλωνα και της Ουνιόν Σπορτίβ με τα διακριτικά κάθε ομάδος |
Αυτή ακριβώς τη φήμη εκμεταλλεύτηκε ο
Δάλλας, προκειμένου να προσελκύσει αθλητές και παράγοντες και να ξαναστήσει το
εξορισμένο σωματείο στην Αθήνα. Γνώριζε όμως πολύ καλά πως το όνομα από μόνο
του δεν αρκούσε για να επιβιώσει ο σύλλογος στο νέο περιβάλλον που βρέθηκε.
Χρειαζόταν δράση. Και αυτό έκανε.
Επάνδρωσε το τμήμα στίβου με όλους
τους διασωθέντες Σμυρναίους αθλητές και στις 4 Μαρτίου 1923 κατέκτησε το
πανελλήνιο πρωτάθλημα ανωμάλου δρόμου, μόλις έξι μήνες μετά την καταστροφή.
Επίσης, έφτιαξε μια δυνατή ποδοσφαιρική
ομάδα, η οποία τερμάτισε ψηλότερα στη βαθμολογία από όλες τις αθηναϊκές ομάδες
και έχασε τον τίτλο του πρωταθλητή πρωτευούσης 1922-23 από τον Πειραϊκό
Σύνδεσμο. Τρίτος ήταν ο Απόλλων.
Και ενώ ο ΣΕΓΑΣ βρισκόταν εν υπνώσει
και δίσταζε να διοργανώσει πανελλήνιο πρωτάθλημα, το τόλμησε ο Πανιώνιος. Το
Σεπτέμβριο του 1923 διοργάνωσε τριήμερους Πανιώνιους αγώνες, με όλα τα
αγωνίσματα του ολυμπιακού προγράμματος αλλά και αγώνες εφήβων. Πήραν μέρος 250
αθλητές 15 σωματείων από Αθήνα, Πειραιά, Πάτρα, Θεσσαλονίκη, Κων/πολη, Βόλο,
Σπάρτη, Αμαλιάδα. Και τις τρεις μέρες το Παναθηναϊκό Στάδιο είναι κατάμεστο. Ο
σύλλογος βροντοφώναζε: είμαι παρών και δυνατός. Για να κάνουμε κάποιες
συγκρίσεις αρκεί να πούμε ότι στο πανελλήνιο πρωτάθλημα του επόμενου έτους 1924
μετείχαν μόνο 14 σωματεία με 180 αθλητές.
Ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία είχαν οι
Πανιώνιοι του 1925, στους οποίους είχαν έρθει αθλητές και από άλλες πόλεις Χίο,
Μυτιλήνη, Καλαμάτα, Αλεξάνδρεια αλλά και Ρουμάνοι. Ενώ ο ΣΕΓΑΣ δυσκολευόταν να
διοργανώσει ένα πανελλήνιο πρωτάθλημα, ο Δάλλας με τις διεθνείς γνωριμίες του
προωθούσε ήδη την ιδέα των βαλκανικών αγώνων, οι οποίοι θα ξεκινήσουν λίγα
χρόνια αργότερα, το 1929, λίγο πριν από το θάνατό του.
Ο σύλλογος με τον Δάλλα στο τιμόνι νιώθει
δυνατός και ανοίγεται σε νέα πεδία. Δημιουργεί γυναικεία ομάδα στίβου και
ξεκινά ετήσιο πρωτάθλημα από το 1926, το οποίο αποτέλεσε το άτυπο πανελλήνιο
πρωτάθλημα γυναικών ως το 1931 που το ανέλαβε ο ΣΕΓΑΣ. Στην πρωτοβουλία αυτή ο
Δάλλας αντιμετωπίζει πάρα πολλές αντιδράσεις. Τα αρνητικά και ειρωνικά σχόλια
στον τύπο, ακόμα και από επίσημα χείλη, είναι αμέτρητα. Συντηρητικοί αρθρογράφοι
επιστρατεύουν κάθε είδους απίθανο επιχείρημα εναντίον της συμμετοχής των
γυναικών στον αθλητισμό. Αλλά ο πεισματάρης Μικρασιάτης επιμένει και καταφέρνει
να καθιερώσει το γυναικείο αθλητισμό.
Από το 1925, ξανά με πρωτοβουλία του
Δάλλα, ο Πανιώνιος ξεκινά πρωτάθλημα βόλεϊ ανδρών με συμμετοχή 11 ομάδων, το
οποίο από το επόμενο έτος χωρίζεται σε τρία πρωταθλήματα: πρωτάθλημα συλλόγων, πρωτάθλημα
σχολείων α΄ κατηγορίας (λυκείων, όπως θα λέγαμε σήμερα) και πρωτάθλημα σχολείων
β΄ κατηγορίας (γυμνασίων).
Το 1926 ο Πανιώνιος διοργανώνει
πρωτάθλημα βόλεϊ γυναικών. Μέσω του βόλεϊ ο Δάλλας προσελκύει ευκολότερα
αθλήτριες, καθώς οι γονείς επιτρέπουν στα κορίτσια να ασχοληθούν με το βόλεϊ,
το οποίο δεν θεωρούσαν άθλημα αλλά ένα παιχνίδι αναψυχής. Έτσι μέσω του βόλεϊ
ανακαλύπτει ταλαντούχες αθλήτριες και τις προωθεί στο στίβο. Από το επόμενο
έτος τα πρωταθλήματα γίνονται δύο, ένα για γυναικεία σωματεία και ένα για σχολεία
θηλέων [παρθεναγωγεία].
Η ολοένα αυξανόμενη δραστηριότητα του
συλλόγου, ο οποίος πρέπει να πούμε πως είχε πλέον σε πλήρη λειτουργία και
τμήματα μπάσκετ, ποδηλασίας, κολύμβησης και υδατοσφαίρισης [ήταν ιδρυτικό μέλος
των ομοσπονδιών ποδηλασίας και κολύμβησης], προκαλεί τον φθόνο σε κάποιους
κύκλους. Το 1927, ενώ έχει αναλάβει τη διοργάνωση πέντε πρωταθλημάτων βόλεϊ:
τρία ανδρών (ένα σωματείων και δύο σχολικά) και δύο γυναικών (σωματείων και
παρθεναγωγείων), στα οποία μετείχαν συνολικά πάνω από 50 ομάδες, η Ε.Ο.Α. του
αρνείται τη χρήση του Σταδίου για αγώνες. Ο Πανιώνιος δεν έχει δικό του
αγωνιστικό χώρο και χρησιμοποιεί το Στάδιο.
Ο Δάλλας δεν πτοείται, δημιουργεί
γήπεδο βόλεϊ δίπλα στα αρχαία τείχη κοντά στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, στην
αρχή της λεωφόρου Συγγρού και παράλληλα ενεργοποιεί τις διεθνείς γνωριμίες του.
Συγκεκριμένα προσκάλεσε να παρακολουθήσει την τελική φάση των αγώνων τον Πιέρ
Ντε Κουμπερτέν πρώην πρόεδρο της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, οπότε προ του
κινδύνου διεθνούς ρεζιλέματος η Ε.Ο.Α. παραχώρησε το Παναθηναϊκό Στάδιο για την
τελική φάση, η οποία έγινε στις 20 Μαρτίου με μεγάλη επισημότητα παρουσία του ίδιου
του πρωθυπουργού κλπ.
Γήπεδο βόλεϊ δίπλα στα αρχαία Μακρά Τείχη. "Αθλητικός Κόσμος", 13-2-1927. . |
Από όσα σας περιέγραψα νομίζω πως
έγινε κατανοητό το αθλητικό μέγεθος που αντιπροσώπευε ο Πανιώνιος εκείνη την
περίοδο. Συνεπώς, ήταν αναμενόμενο να αποτελεί σημείο αναφοράς για τους
προσφυγικούς πληθυσμούς, ειδικά τους προερχόμενους από την Ιωνία. Καθώς
αναζητούσαν στηρίγματα για να ορθοποδήσουν, η επίκληση του Πανιωνίου αποτελούσε
γι’ αυτούς ένα στοιχείο υπερηφάνειας από την προηγούμενη ζωή τους, ένα στοιχείο
το οποίο τους επέτρεπε να σταθούν ισότιμα με τους εδώ Έλληνες, οι οποίοι τους
αντιμετώπιζαν υποτιμητικά κρίνοντάς τους μόνο εξ αιτίας της άθλιας κατάστασης στην
οποία είχαν περιέλθει.
Παρατηρείται μάλιστα το φαινόμενο, σε
συνοικίες και πόλεις όπου έχουν εγκατασταθεί Μικρασιάτες πρόσφυγες, να
δημιουργούνται αθλητικά σωματεία με την επωνυμία «Πανιώνιος», ακριβώς για να
τονιστεί αυτό το αίσθημα της υπερηφάνειας για την καταγωγή τους. Από
δημοσιεύματα γνωρίζουμε γύρω στους δέκα άλλους Πανιώνιους ποδοσφαιρικούς συλλόγους
που ιδρύθηκαν ως το 1940, στη Νέα Ιωνία, Νέα Χαλκηδόνα, Καισαριανή, Παλαιά
Κοκκινιά, Νίκαια Πειραιά, Χαλκίδα, Τούμπα Θεσσαλονίκης, Κασσάνδρα Θεσσαλονίκης
και άλλους τόσους τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια: Πασαλιμάνι, Αμφιάλη, Καμίνια
Πειραιά, Καραβάς Πειραιά, Χαραυγή Δάφνης, Π. Φάληρο, Βύρωνας, Ριζούπολη κ.ά. Οι
περισσότεροι ήταν εφήμεροι, ομάδες γειτονιάς δηλαδή, αλλά αποδεικνύουν το
δυναμισμό που είχε το όνομα του συλλόγου. Ορισμένοι επιβίωσαν μέχρι σήμερα,
όπως ο Πανιώνιος του Κερατσινίου, της Καισαριανής ή συγχωνεύτηκαν με άλλα
σωματεία και μετονομάστηκαν.
Αυτό ίσως συνέβαινε και με τον
Απόλλωνα, ο οποίος είχε μια πολύ δυνατή ποδοσφαιρική ομάδα, αλλά δεν είναι
εύκολο να διαπιστωθεί αν η επωνυμία «Απόλλων» που υιοθετούσαν διάφορα σωματεία
προερχόταν από θαυμασμό για τον Απόλλωνα Σμύρνης ή απλά την επέλεγαν ως ένα
αρχαίο όνομα, όπως πολλά άλλα (π.χ. Άρης, Ηρακλής).
Αυτή είναι η πρώτη γενιά που λέγαμε,
η γενιά του κ. Πέτρου Λινάρδου, για την οποία ο Πανιώνιος είναι η ρίζα, είναι η
υπερηφάνεια της καταγωγής, είναι ακόμα βίωμα.
Μεταπολεμικά τα πράγματα αρχίζουν να
αλλάζουν. Καθώς η πλειονότητα των προσφύγων έχει ενσωματωθεί στην ελληνική
κοινωνία, η επόμενη γενιά δεν έχει ανάγκη να κρύψει τη μικρασιατική καταγωγή
της ή να επικαλεστεί κάποιο στοιχείο περηφάνιας που να τιμά την καταγωγή αυτή. Τώρα
η προσφυγική προέλευση αναφέρεται ως τίτλος τιμής. Καθώς λειτουργεί η συλλογική
μνήμη της ευρύτερης οικογένειας ή της κοινότητας, ο πρόσφυγας υποστηρίζει τους
προσφυγικούς αθλητικούς συλλόγους με επίγνωση. Διότι γνωρίζει ότι αποτελούν
κομμάτι της δικής του κληρονομιάς αλλά και διότι αναγνωρίζει το ρόλο που
έπαιξαν στη ζωή των πατέρων του, όταν ήρθαν ρακένδυτοι από τη Σμύρνη.
Συνεπώς, η αίγλη του συλλόγου, για
τον Πανιώνιο μιλώ πάντα, ξεπερνά το όρια της συνοικίας της Νέας Σμύρνης όπου
έχει πλέον εγκατασταθεί και φτάνει σε νέες περιοχές. Επιπλέον δημιουργείται μια
νέα κατηγορία οπαδών που είναι νέοι κάτοικοι της συνοικίας οι οποίοι έχουν
έρθει από την ελληνική επαρχία. Μέσω αυτών των νέων κατοίκων δημιουργούνται
καινούργια προσωπικά [συγγενικά, φιλικά, επαγγελματικά] δίκτυα, οπότε το όνομα
του σωματείου διακτινίζεται σε όλη την Ελλάδα, για να μην πω σε όλο τον κόσμο. Μετά
το 1970 έχουμε Πανιώνιους συλλόγους στην Καλαμάτα, Χανιά, Κεράμεια Εύβοιας,
Κόρινθος, Σαντορίνη, Άργος, Λάρισα, Βόλος, Λέρος, Μεγαλόπολη, ακόμα και στο
Βανκούβερ του Καναδά.
Οι οπαδοί αυτής της περιόδου, της δικιάς
μου γενιάς δηλαδή είναι διττής προέλευσης. Είναι οι δεύτερης γενιάς Μικρασιάτες
που γι’ αυτούς το όνομα Πανιώνιος θυμίζει οικογενειακές ιστορίες από τη χαμένη
πλέον πατρίδα. Αλλά είναι και Νεοσμυρνιώτες, για τους οποίους ο Πανιώνιος
αποτελεί κομμάτι της παιδικής τους ηλικίας, η ομάδα που έμαθαν να παίζουν
μπάσκετ, βόλεϊ, χάντμπολ ή κάποιο άλλο άθλημα και τον αγάπησαν γι’ αυτό. Και αγαπώντας
τον σύλλογο ανακάλυψαν σιγά-σιγά και την ιστορία του.
Και όσο περνούν οι γενιές και
φτάνουμε στο σήμερα, τόσο σβήνουν οι αναμνήσεις από τη μικρασιατική ρίζα και
δίνουν τη θέση τους σε πιο πρόσφατες. Η περηφάνια των οπαδών για τον σύλλογο
δεν προέρχεται τόσο από το ένδοξο μακρινό παρελθόν του όσο από τις σημερινές,
τις πιο πρόσφατες επιτυχίες του.
Αυτό σημαίνει ότι η μνήμη της Σμύρνης,
της Μικρασίας, χάνεται; Όχι δεν χάνεται. Δεν χάνεται, διότι τη συμβολίζει ο
ίδιος ο σύλλογος, τη θυμίζει το όνομά του, το έτος της ίδρυσής του, η
τροπαιοθήκη του. Είναι ο ίδιος ο σύλλογος που αποτελεί πλέον σημείο αναφοράς
και γίνεται φορέας της μικρασιατικής μνήμης. Λειτουργεί ως σύμβολο και οφείλει
να λειτουργεί ως σύμβολο. Ανήκει στο παρόν αλλά οφείλει να σέβεται και να
υπενθυμίζει στους οπαδούς του το παρελθόν. Αν δεν το κάνει αυτό, το σύμβολο που
εκπροσωπεί ξεθωριάζει και σβήνει. Και οι οπαδοί ενός σωματείου έχουν ανάγκη από
διαχρονικά σύμβολα, τα οποία βέβαια υπάρχει ο κίνδυνος να τα εξιδανικεύσουν,
δεν μπορεί να τον αποφύγει κανείς αυτόν τον κίνδυνο αλλά χωρίς σύμβολα, χωρίς
σημεία αναφοράς ένα αθλητικό σωματείο δεν ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα. Το έχουν
ανάγκη αυτό οι φίλαθλοι, για να νιώσουν κάπως ξεχωριστοί.
Πριν από μερικές εβδομάδες με κάλεσαν
οι Πάνθηρες, ο Σύνδεσμος Φιλάθλων του Πανιωνίου να κάνουμε μια κουβέντα με τα
μέλη του συνδέσμου για το παρελθόν του συλλόγου. Η εμπειρία μου από τα 30
χρόνια που υπηρέτησα στην εκπαίδευση με έμαθε ότι δεν υπάρχει μαθητής που δεν
θέλει να μάθει. Απλά δεν μαθαίνουν όλοι με τον ίδιο τρόπο. Η δουλειά του
δάσκαλου είναι αυτή ακριβώς, να βρει την κατάλληλη μέθοδο που θα ταιριάξει με
τους μαθητές που έχει κάθε φορά μπροστά του. Διαπίστωσα λοιπόν πηγαίνοντας στη
Λέσχη των Πανθήρων, ότι στο χώρο τους ήταν πολύ άνετοι και χαλαροί και με
ενδιαφέρον κάθισαν να ακούσουν παλιές ιστορίες για την ομάδα από το βιβλίο του
κ. Λινάρδου και από το δικό μου. Τα παιδιά δεν ήταν όλα Νεοσμυρνιώτες αλλά
είχαν μια δίψα να μάθουν την ιστορία του σωματείου. Και μου έκανε εντύπωση πως
η συζήτηση ήθελαν να περιστραφεί στην αρχαία περίοδο του συλλόγου, της Σμύρνης
και της Αθήνας. Θεωρούσαν πως απαραίτητο συμπλήρωμα της αγάπης τους για τον
Πανιώνιο ήταν να ξέρουν από πού έρχεται αυτός ο σύλλογος. Τι αντιπροσώπευε στο
παρελθόν.
Αυτό που θέλω να πω είναι πως ο
σημερινός οπαδός του συλλόγου θα τον αγαπήσει γι’ αυτό που είναι τώρα, για ό,τι
του προσφέρει σήμερα. Αλλά αγαπώντας τον σύλλογο, θα νιώσει κάποια στιγμή την
ανάγκη να γνωρίσει και να αγαπήσει και την ιστορία του. Κι εδώ έρχεται η ευθύνη
του σωματείου. Το οποίο οφείλει να λειτουργήσει ως φορέας αυτής της μνήμης,
οφείλει να εκπαιδεύσει δηλαδή τον οπαδό του, οφείλει να του διδάξει τι είναι
και τι εκπροσωπεί. Με εκδηλώσεις, δραστηριότητες, με έκδοση και προβολή βιβλίων
όπως αυτά του κ. Μπαλτά και του κ. Λινάρδου που έχουμε σήμερα κοντά μας, με αφίσες,
φυλλάδια, προβολές, επισκέψεις σε σχολεία.
Αν το πετύχει αυτό, τότε ο φίλαθλος
από πρόσκαιρος οπαδός θα γίνει μόνιμος φίλος του.
Θοδωρής Μπελίτσος
Εξοχη παρουσιαση ευγε!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή